
Η αμερικάνικη σακαράκα του 60 είχε ήδη αρχίσει να βήχει. Το ξεπέρασε όμως και συνεχίζαμε. Επιπλέον, υποστήκαμε την ατίμωση της προσπέρασης μιας άμαξας με άλογα (απο δεξιά) και έπρεπε να βρισκόμαστε στο Γκάμαγουει πριν πέσει ο ήλιος. Κάτω από τον ανελέητο κουβανέζικο ήλιο, στη μέση του πουθενά διακρίναμε αυτή την λιπόσαρκη φιγούρα που έμοιαζε να κρατάει κάτι στην άκρη του δρόμου. Σταματήσαμε. Το Τυρί ήταν "παρκαρισμένο'' πάνω σε ένα μικρό στρογγυλό ξύλο και ήταν προς πώληση. "Τσιιζ σενιόρ, βέρι γκουντ τσιιζ.Ουάν ντόλαρ. Κουμπάνο τσιιζ". Χαμογελούσε χαλαρά - τα δόντια του άσπρη κιμωλία. Αλληλοκοιταχτήκαμε. "Τσιζ?". "Τσιιιζ, κουμπάνο". "Και που θα το βάλουμε ρε συ το τυρί?". Ο Ραούλ (όπως μάθαμε αργότερα) ανέβασε το ψάθινο καπέλο του για να μας δει καλύτερα και άφησε ένα μικρό κεφάλι λαδοτυρί διστακτικά στο ταμπλό. Ο Γιώργος του ζήτησε το ξύλο αφού του ενεχείρισε το δολλάριο. "Νοοοοοο πλιζ αμίγκο, νοοοο σελ δε γουντ!!''. Ο Κώστας υπομειδιώντας σχολίασε."Γιώργο, είπαμε να του πάρουμε το τυρί, όχι το κατάστημα !". Γελούσαμε (οι αποικιοκράτες..)νευρικά για κανα 2ωρο. Γελούσε κι ο Ραούλ που ωστόσο είχε γίνει συνεπιβάτης μας. Μελαγχόλησα ελαφρά. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Τα πρώτα σπίτια. Εμπόρευμα, κατάστημα, πωλητής κι αγοραστές προ των πυλών του Γκάμαγουει...